παχύνει

παχύνει
παχύ̱νει , παχύνω
fatten
aor subj act 3rd sg (epic)
παχύ̱νει , παχύνω
fatten
pres ind mp 2nd sg
παχύ̱νει , παχύνω
fatten
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παχυνεῖ — παχύνω fatten fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παχύνω fatten fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • σιτευτός — ή, ό / σιτευτός, ή, όν, ΝΜΑ [σιτεύω] (για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ. β. «σιτευτοῑς βουσίν», Πολ. γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σιτεύω — ΝΜΑ [σῑτος] δίνω άφθονη τροφή σε πτηνό ή σε άλλο ζώο για να παχύνει (α. «κίχλην παρά Λουκούλλῳ σιτευομένην», Πλούτ. β. «πιαίνει λέγε μὴ σιτεύει οὐ γὰρ ῥητορικόν», Θωμ. Μάγ.) νεοελλ. (για κρέας) παραμένω ωμός για ένα χρονικό διάστημα ώσπου να… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τριπάχυιος — ον, Α (για τον δαίμονα τής γενιάς τών Ατρειδών) αυτός που έχει παχύνει, που έχει χορτάσει τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παχύς + κατάλ. ιος. Ο τ. πάντως θεωρείται αμφίβολος και έχει προταθεί η διόρθωση του σε έναν τ. τριπάχυντος (< τρι * + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”